Σάββατο 2 Αυγούστου 2014

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Β ΛΥΚΕΙΟΥ

Αφιέρωμα στο μεγάλο Έλληνα ποιητή και νομπελίστα

Θα ασχοληθούμε με ένα πολύ σπουδαίο ποιητή ,το Γεώργιο Σεφέρη.Ο Γιώργος Σεφέρης γεννήθηκε το 1900 στη Σμύρνη. Για περισσότερες πληροφορίες πατήστε εδώ

Ακολουθεί ένα πολύ ενδιαφέρον βίντεο .Ας το απολαύσουμε!





Η σχέση του Σεφέρη με την παράδοση και τη γλώσσα υπήρξε μοναδική !Επιλέξαμε από  ένα κείμενο αντιπροσωπευτικό των όσων προαναφέραμε.

Το πρώτο κείμενο αναφέρεται στην παράδοση και ήταν το θέμα της Έκθεσης στις Πανελλήνιες το 2008.Μπορείτε να το διαβάσετε ,μεταβαίνοντας εδώ

Το δεύτερο αναφέρεται στη σχέση του με τη γλώσσα:

Ὁ Θεὸς μᾶς χάρισε μιὰ γλῶσσα ζωντανή, εὔρωστη, πεισματάρα καὶ χαριτωμένη, ποὺ ἀντέχει ἀκόμη, μολονότι ἔχουμε ἐξαπολύσει ὅλα τὰ θεριὰ γιὰ νὰ τὴ φάνε. Ἔφαγαν ὅσο μπόρεσαν, ἀλλά ἀπομένει ἡ μαγιά, ἔτσι θὰ ἔλεγα, παραφράζοντας τὸν Μακρυγιάννη. Δὲν ξέρω πόσο θὰ βαστάξει ἀκόμη αὐτό. Ἐκείνο ποὺ ξέρω εἶναι ὅτι ἡ μαγιὰ λιγοστεύει καὶ δὲν μὲνει πιὰ καιρὸς γιὰ νὰ μένουμε ἀμέριμνοι. Δὲν εἶναι καινούργια τὰ σημεῖα ποὺ δεῖχνουν πώς, ἂν συνεχίσουμε τὸν ἲδιο δρόμο, ἂν ἀφεθούμε μοιρολατρικὰ στὴν δύναμη τῶν πραγμάτων, θὰ βρεθοῦμε στὸ τέλος μπροστὰ σε μιὰ γλῶσσα ἐξευτελισμένη, πολύσπερμη καὶ ἀσπόνδυλη.


   Ο Γιάννης Ρίτσος ήταν ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες  ποιητές με διεθνή φήμη και ακτινοβολία .Για περισσότερες πληροφορίες μεταβείτε εδώ.
Η επίσημη ιστοσελίδα του ποιητή είναι επίσης μια αξιόλογη σελίδα από την οποία μπορούμε να αντλήσουμε πολλά στοιχεία για τη ζωή και το έργο του ποιητή.
  Με τους μαθητές της Β΄Λυκείου επιλέξαμε να μελετήσουμε τη ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ από τις πιο αξιόλογες ποιητικές συνθέσεις του ποιητή.


Γιάννης Ρίτσος «Ρωμιοσύνη»

Η Ρωμιοσύνη (γραμμένη το 1945-47 και τυπωμένη πρώτη φορά το 1954 μέσα στην ευρύτερη συλλογή Αγρύπνια που περιέχει το έργο του ποιητή από το 1941 ως το 1953) είναι μια μεγάλη ποιητική σύνθεση χωρισμένη σε επτά μέρη-ενότητες. Στη σύνθεση αυτή ο ποιητής, συνδέοντας με τρόπο προσωπικό διάφορα στοιχεία της ιστορικής παράδοσης και ποικίλους εκφραστικούς τρόπους, μας δίνει ανάγλυφη τη μορφή της Ελλάδας και των ανθρώπων της στον αδιάκοπο αγώνα τους για ελευθερία, δικαιοσύνη και ανθρωπιά.

I
Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.

Ετούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ’ αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Μονάχα φως.
Ο δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.

Μαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κι οι φωνές μες στον ασβέστη
του ήλιου.
Η ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο. Τα σκονισμένα σκοίνα.
Το μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν. Δεν υπάρχει νερό.
Όλοι διψάνε. Χρόνια τώρα. Όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό
πάνου απ’ την πίκρα τους.
Τα μάτια τους είναι κόκκινα απ’ την αγρύπνια,
μια βαθιά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά στο λιόγερμα.

Το χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι
το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους
το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους –
έχουν στα χείλια τους απάνου το θυμό
κι έχουνε τον καημό βαθιά στα μάτια τους
σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.

Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μέσ’ απ’ τα άγρια
γένια τους.
όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ’ τις άδειες τσέπες τους
όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με
            ταμπούρλα.
Τόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,
έφαγε η κάψα τα χωράφια τους κι η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους
ο αγέρας έριξε τις πόρτες τους και τις λίγες πασχαλιές της πλατείας
από τις τρύπες του πανωφοριού τους μπαινοβγαίνει ο θάνατος
η γλώσσα τους είναι στυφή σαν το κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τα σκυλιά τους τυλιγμένα στον ίσκιο τους
η βροχή χτυπάει στα κόκαλά τους.

Πάνου στα καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τη σβουνιά και τη νύχτα
βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο που βούλιαξε
το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.

Το ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν,
γεμίζουν τώρα τα κανόνια τους μόνο με την καρδιά τους.

Τόσα χρόνια πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα
όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε –
πάνου στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια τους,
μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκκινη
και κάθε αυγή χιλιάδες περιστέρια φεύγουν απ’ τα χέρια τους
για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα.

Ο Γιάννης Ρίτσος συνθέτει το ποίημα αυτό αμέσως μετά την τραγική εμπειρία της γερμανικής κατοχής και επιχειρεί να αποδώσει τα στοιχεία εκείνα που συνθέτουν την ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση του ελληνικού λαού.
Ο ασίγαστος πόθος των Ελλήνων για ελευθερία, οι συνεχείς μόχθοι του ελληνικού λαού, ο πόνος που έχει γίνει πια ένα με την ψυχή τους, αλλά και ο ακατάλυτος δεσμός τους με τον τόπο που κατοικούν αδιάκοπα για χιλιάδες χρόνια, είναι μερικές από τις θεματικές του ποιήματος.
Ο λόγος του ποιητή κινείται συχνά πέρα από την κυριολεξία με διατυπώσεις υπερρεαλιστικές που αποσκοπούν στη συγκινησιακή απόδοση στοιχείων της ελληνικής ψυχής και του ελληνικού τοπίου. Η υπερρεαλιστική έκφραση επιτρέπει στον ποιητή τη δημιουργία εικόνων που φέρνουν στο φως τα συναισθήματα εκείνα που προκαλούνται στην ψυχή του από τη βαθιά αγάπη του για τον ελληνισμό. Η προσέγγιση του ποιητή αποδεσμεύεται από τους περιορισμούς της ρεαλιστικής θέασης και στοχεύει στη βαθύτερη αλήθεια των πραγμάτων, όπως αυτή διαμορφώνεται με όλη την ένταση της συναισθηματικής φόρτισης. Τα πρόσωπα και τα πράγματα του ελληνικού χώρου βαρύνουν στη συνείδηση του ποιητή όχι μόνο με την πραγματική και υλική τους υπόσταση, αλλά κυρίως με τις άπειρες προεκτάσεις που τους προσδίδει η αγάπη, ο πόνος κι οι πόθοι του ποιητή αποκτούν άρα την ουσιαστική αξία που έχουν για κάθε Έλληνα, που ακόμη και σε μια πέτρα του ελληνικού χώρου βλέπει κάτι που αντιπροσωπεύει το σύνολο της πατρίδας του.
Η συναισθηματική φόρτιση του ποιητή που είναι εμφανής σε όλο το ποίημα δικαιολογείται όχι μόνο λόγω της έκτασης που έλαβαν οι απώλειες και οι κακουχίες των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, αλλά κι από τη διαφαινόμενη ελπίδα του -κυρίως στις επόμενες ενότητες του ποιήματος- πως η πραγματικότητα για τους ήδη καταπονημένους Έλληνες θα λάβει μια νέα ευτυχέστερη μορφή. Καθώς ο ποιητής διατρέχει με τη σκέψη του το δύσκολο παρελθόν της Ελλάδας, θέλει και προσδοκά μια ουσιώδη αλλαγή σε ό,τι μοιάζει να αποτελεί μια συνεχή πορεία δυστυχίας και ψυχικής φθοράς.

Αν λάβουμε υπόψη μας τη συναισθηματική ένταση του ποιητή, με τον πόνο, την αγανάκτηση, τη θλίψη μα και την ελπίδα να κατέχουν την ψυχή του, μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα την ανάγκη του να βρεθεί πέρα από τα δεδομένα όρια των λέξεων σε μια εκφραστική περιοχή όπου εκείνο που προέχει είναι το συναίσθημα. Ό,τι θέλει περισσότερο να πει και να παραστήσει ο ποιητής είναι το πλήθος όσων νιώθει μέσα του για κάθε τι που αποτελεί μέρος και συνιστά εν τέλει την πατρίδα του. Άνθρωποι, δέντρα, τοπίο κι αντικείμενα είναι όλα βαπτισμένα στην αγάπη εκείνη που ξεπερνά το εγώ και το τώρα είναι όλα ιδωμένα υπό το πρίσμα του εσώτατου πόθου για την ελευθερία της πατρίδας, για την αποτίναξη κάθε ξενικού ζυγού και φυσικά για την από καιρό ποθούμενη ευπορία του ελληνικού έθνους.
Διαβάστε περισσότεραΗ Ρωμιοσύνη μελοποιήθηκε από το μεγάλο μας συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη και ερμηνεύτηκε από τον αξέχαστο Γρηγόρη Μπιθικώτση!